WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| engineering n | (university studies) | μηχανικός ουσ αρσ/θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Χρησιμοποείται η ονομασία του επαγγελματία. |
| | She is studying engineering at university. |
| | Σπουδάζει μηχανικός στο πολυτεχνείο. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| engineering n | (profession) | μηχανικός ουσ αρσ/θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Χρησιμοποιείται η ονομασία του επαγγελματία. |
| | After graduation, he went into engineering as a career. |
| | Μετά την αποφοίτησή του, έκανε καριέρα ως μηχανικός. |
| engineering n | (mechanical works) (συχνό, αν και αδόκιμο) | μηχανική ουσ θηλ |
| | The pyramids are a marvel of engineering. |
| | Οι πυραμίδες είναι ένα θαύμα της μηχανικής. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| engineer n | (technical designer) | μηχανικός ουσ αρσ/θηλ |
| | She is an aerospace engineer for NASA. |
| | Είναι μηχανικός αεροναυτικής για τη ΝΑΣΑ. |
| engineer n | (technical worker) (ανάλογα το αντικείμενο) | μηχανικός ουσ αρσ/θηλ |
| | | τεχνικός ουσ αρσ/θηλ |
| | We had to call out a broadband engineer to fix the problem. |
| | Χρειάστηκε να καλέσουμε τον τεχνικό του ευρυζωνικού δικτύου για να διορθώσει το πρόβλημα. |
| engineer n | (machinist) | μηχανουργός ουσ αρσ/θηλ |
| | He was a sheet metal engineer. |
| | Ήταν μηχανουργός και έφτιαχνε μεταλλικά φύλλα. |
| engineer n | US (locomotive driver) | οδηγός περίφρ |
| | | οδηγός τρένου, οδηγός τραίνου περίφρ |
| | The engineer blew the whistle as the train rounded the bend. |
| | Ο οδηγός σφύριξε ενώ το τρένο περνούσε τη στροφή. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα ήθελα να εργαστώ ως οδηγός τραίνου. |
| engineer [sth]⇒ vtr | (design) | σχεδιάζω ρ μ |
| | He engineered the construction of those bridges. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα; |
| engineer [sth] vtr | (build) | κατασκευάζω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | φτιάχνω ρ μ |
| | This machine was engineered very well. |
| | Αυτό το μηχάνημα κατασκευάστηκε πολύ καλά. |
| | Αυτό το μηχάνημα φτιάχτηκε πολύ καλά. |
| engineer [sth] vtr | figurative (make happen) (έχω επιθυμητό αποτέλεσμα) | πετυχαίνω ρ μ |
| | (προσπαθώ να κάνω κάτι) | οργανώνω, σχεδιάζω, κανονίζω ρ μ |
| | The campaign manager engineered the election of the president. |
| | Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| engineer n | (military designer) | στρατιωτικός μηχανικός περίφρ |
| | | μηχανικός του στρατού περίφρ |
| | The corps of engineers built the bridges so the troops could cross the river. |
| | Τα σώματα στρατιωτικών μηχανικών έκτισαν τις γέφυρες ώστε τα στρατεύματα να περάσουν τα ποτάμια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: